οδικός χάρτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οδικός χάρτης | οι | οδικοί χάρτες |
| γενική | του | οδικού χάρτη | των | οδικών χαρτών |
| αιτιατική | τον | οδικό χάρτη | τους | οδικούς χάρτες |
| κλητική | οδικέ χάρτη | οδικοί χάρτες | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οδικός χάρτης < → δείτε τις λέξεις οδικός και χάρτης (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική road map)
Πολυλεκτικός όρος
οδικός χάρτης αρσενικό
- χάρτης που δείχνει τις οδικές αρτηρίες μιας περιοχής καθώς και άλλες χρηστικές πληροφορίες
- (νεολογισμός, μεταφορικά) σχέδιο δράσης, στο οποίο περιγράφονται λεπτομερώς ή αδρομερώς οι μελλοντικές ενέργειες που απαιτείται να γίνουν για ένα ζήτημα
- ※ Αν κι η συνάντηση διαμόρφωσε την «ατζέντα» της διυπουργικής -έγινε λόγος για «οδικό χάρτη» εξόδου της βιομηχανίας από την κρίση- ωστόσο φαίνεται πως το κλίμα ήταν καλό. (* εφημερίδα Το Βήμα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.