διυπουργική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διυπουργική | οι | διυπουργικές |
| γενική | της | διυπουργικής | των | διυπουργικών |
| αιτιατική | τη | διυπουργική | τις | διυπουργικές |
| κλητική | διυπουργική | διυπουργικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διυπουργική < θηλυκό του διυπουργικός
Ουσιαστικό
διυπουργική θηλυκό
- (ουσιαστικοποιημένο) ομάδα εργασίας ή επιτροπή αποτελούμενη από πολλούς υπουργούς
- ※ Αν κι η πρόταση συνάντηση διαμόρφωσε την «ατζέντα» της διυπουργικής -έγινε λόγος για «οδικό χάρτη» εξόδου της βιομηχανίας από την κρίση- ωστόσο φαίνεται πως το κλίμα ήταν καλό. (*)
Μεταφράσεις
διυπουργική
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
διυπουργική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του διυπουργικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.