υπουργικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπουργικός η υπουργική το υπουργικό
      γενική του υπουργικού της υπουργικής του υπουργικού
    αιτιατική τον υπουργικό την υπουργική το υπουργικό
     κλητική υπουργικέ υπουργική υπουργικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπουργικοί οι υπουργικές τα υπουργικά
      γενική των υπουργικών των υπουργικών των υπουργικών
    αιτιατική τους υπουργικούς τις υπουργικές τα υπουργικά
     κλητική υπουργικοί υπουργικές υπουργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπουργικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπουργικός.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε υπουργ(ός) + -ικός.

Προφορά

ΔΦΑ : /i.puɾ.ʝiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπουργικός

Επίθετο

υπουργικός, -ή, -ό

  • που αναφέρεται σε ή προέρχεται από υπουργό ή αποτελείται από υπουργούς
    υπουργική απόφαση

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.