δισκοθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δισκοθήκη οι δισκοθήκες
      γενική της δισκοθήκης των δισκοθηκών
    αιτιατική τη δισκοθήκη τις δισκοθήκες
     κλητική δισκοθήκη δισκοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δισκοθήκη

Ετυμολογία

δισκοθήκη < δίσκ(ος) + -ο- + -θήκη, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική discothèque < disque (< αρχαία ελληνική δίσκος) + -thèque (< αρχαία ελληνική θήκη < τίθημι)

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.skoˈθi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δισκοθήκη

Ουσιαστικό

δισκοθήκη θηλυκό

  1. συλλογή με μουσικούς δίσκους (βινυλίου, CD κ.ά.)
  2. το κατάλληλο έπιπλο για την τοποθέτηση και φύλαξη δίσκων ή μιας τέτοιας συλλογής
  3. (κυπριακά) ντισκοτέκ

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις δίσκος, θήκη και θέτω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.