βινύλιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βινύλιο τα βινύλια
      γενική του βινύλιου
& βινυλίου
των βινύλιων
& βινυλίων
    αιτιατική το βινύλιο τα βινύλια
     κλητική βινύλιο βινύλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βινύλιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία vinyl < λατινική vinum + αρχαία ελληνική ὕλη

Ουσιαστικό

βινύλιο αρσενικό

  1. (χημεία) χημική οργανική ρίζα (CH=CH2)
  2. (χημεία) βινυλίτης
  3. (κατ’ επέκταση) υλικό κατασκευασμένο από βινυλίτη
  4. (συνεκδοχικά, μουσική) δίσκος για πικάπ κατασκευασμένος από βινύλιο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.