δισεκατομμυριούχος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δισεκατομμυριούχος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα δισεκατομμυριοῦχος. Συγχρονικά αναλύεται σε δισεκατομμύρι(ο) + -ούχος ( < έχω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.se.ka.to.mi.ɾiˈu.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δισεκατομμυριούχος
παλιότερος συλλαβισμός: δισεκατομμυριούχος

Επίθετο

δισεκατομμυριούχος, -ος, -ο [1] (θηλυκό, και στη δημοτική: δισεκατομμυριούχα)

Κλίση

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δισεκατομμυριούχος η δισεκατομμυριούχος
& δισεκατομμυριούχα
το δισεκατομμυριούχο
      γενική του δισεκατομμυριούχου της δισεκατομμυριούχου
& δισεκατομμυριούχας
του δισεκατομμυριούχου
    αιτιατική τον δισεκατομμυριούχο τη δισεκατομμυριούχο
& δισεκατομμυριούχα
το δισεκατομμυριούχο
     κλητική δισεκατομμυριούχε δισεκατομμυριούχε
& δισεκατομμυριούχα
δισεκατομμυριούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δισεκατομμυριούχοι οι δισεκατομμυριούχοι
& δισεκατομμυριούχες
τα δισεκατομμυριούχα
      γενική των δισεκατομμυριούχων των δισεκατομμυριούχων των δισεκατομμυριούχων
    αιτιατική τους δισεκατομμυριούχους τις δισεκατομμυριούχους
& δισεκατομμυριούχες
τα δισεκατομμυριούχα
     κλητική δισεκατομμυριούχοι δισεκατομμυριούχοι
& δισεκατομμυριούχες
δισεκατομμυριούχα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ουσιαστικό

δισεκατομμυριούχος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό, και στη δημοτική: δισεκατομμυριούχα) [2]

Κλίση

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η δισεκατομμυριούχος οι δισεκατομμυριούχοι
      γενική του/της δισεκατομμυριούχου των δισεκατομμυριούχων
    αιτιατική τον/τη δισεκατομμυριούχο τους/τις δισεκατομμυριούχους
     κλητική δισεκατομμυριούχε δισεκατομμυριούχοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. δισεκατομμυριούχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.