δισεκατομμύριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δισεκατομμύριο τα δισεκατομμύρια
      γενική του δισεκατομμύριου
& δισεκατομμυρίου
των δισεκατομμύριων
& δισεκατομμυρίων
    αιτιατική το δισεκατομμύριο τα δισεκατομμύρια
     κλητική δισεκατομμύριο δισεκατομμύρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δισεκατομμύριο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα δισεκατομμύριον μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική billion με εσφαλμένη δημιουργία (δυο φορές το 1.000.000)[1]. Δείτε σχόλια στο δισεκατομμύριον. Συγχρονικά αναλύεται σε δισ- + εκατομμύριο.

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.se.ka.toˈmi.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δισεκατομμύριο
παλιότερος συλλαβισμός: δισεκατομμύριο

Αριθμητικό

δισεκατομμύριο

  • το 1 ακολουθούμενο από 9 μηδενικά (1.000.000.000), 109

Ουσιαστικό

δισεκατομμύριο ουδέτερο

  • χρηματικό ποσό ενός δισεκατομμυρίου
    Στο πρώτο τρίμηνο η Ελλάδα εξόφλησε χρέος 11,427 δις ευρώ, καθώς το συνολικό χρέος περιορίστηκε στο τέλος Μαρτίου στα 312,7 δισεκατομμύρια ευρώ από 324,127 δισεκατομμύρια ευρώ στο τέλος του 2014.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.