δισεκατομμύριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δισεκατομμύριο | τα | δισεκατομμύρια |
| γενική | του | δισεκατομμύριου & δισεκατομμυρίου |
των | δισεκατομμύριων & δισεκατομμυρίων |
| αιτιατική | το | δισεκατομμύριο | τα | δισεκατομμύρια |
| κλητική | δισεκατομμύριο | δισεκατομμύρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δισεκατομμύριο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα δισεκατομμύριον μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική billion με εσφαλμένη δημιουργία (δυο φορές το 1.000.000)[1]. Δείτε σχόλια στο δισεκατομμύριον. Συγχρονικά αναλύεται σε δισ- + εκατομμύριο.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.se.ka.toˈmi.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐σε‐κα‐τομ‐μύ‐ρι‐ο
- παλιότερος συλλαβισμός : δισ‐ε‐κα‐τομ‐μύ‐ρι‐ο
Αριθμητικό
δισεκατομμύριο
- το 1 ακολουθούμενο από 9 μηδενικά (1.000.000.000), 109
Ουσιαστικό
δισεκατομμύριο ουδέτερο
Συγγενικά
- δις (συντομογραφία)
- δισεκατομμυριοστός
- δισεκατομμυριούχος
Μεταφράσεις
δισεκατομμύριο
|
Αναφορές
- δισεκατομμύριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.