δισάκκιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | δισάκκιον | τὰ | δισάκκιᾰ |
| γενική | τοῦ | δισακκίου | τῶν | δισακκίων |
| δοτική | τῷ | δισακκίῳ | τοῖς | δισακκίοις |
| αιτιατική | τὸ | δισάκκιον | τὰ | δισάκκιᾰ |
| κλητική ὦ! | δισάκκιον | δισάκκιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δισακκίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δισακκίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δισάκκιον < δι- + αρχαία ελληνική σακκίον / σακίον < σάκκος / σάκος < σημιτική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.