διπλότυπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διπλότυπος | η | διπλότυπη | το | διπλότυπο |
| γενική | του | διπλότυπου | της | διπλότυπης | του | διπλότυπου |
| αιτιατική | τον | διπλότυπο | τη | διπλότυπη | το | διπλότυπο |
| κλητική | διπλότυπε | διπλότυπη | διπλότυπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διπλότυποι | οι | διπλότυπες | τα | διπλότυπα |
| γενική | των | διπλότυπων | των | διπλότυπων | των | διπλότυπων |
| αιτιατική | τους | διπλότυπους | τις | διπλότυπες | τα | διπλότυπα |
| κλητική | διπλότυποι | διπλότυπες | διπλότυπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
διπλότυπος, -η, -ο
- που βγαίνει / τυπώνεται σε δύο αντίγραφα
- (γραμματική) που αφορά (απλή ή σύνθετη) λέξη με δύο παρόμοιες μορφές, με διπλό (γραμματικά) τύπο (σπιρτόκουτο / σπιρτοκούτι, πονοκέφαλος / κεφαλόπονος, νέος / νιος)
- (ουσιαστικοποιημένο) διπλότυπο
Συγγενικά
- διπλοτυπία
- διπλότυπο
- → δείτε τις λέξεις διπλός, δύο και τύπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.