διπλότυπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διπλότυπος η διπλότυπη το διπλότυπο
      γενική του διπλότυπου της διπλότυπης του διπλότυπου
    αιτιατική τον διπλότυπο τη διπλότυπη το διπλότυπο
     κλητική διπλότυπε διπλότυπη διπλότυπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διπλότυποι οι διπλότυπες τα διπλότυπα
      γενική των διπλότυπων των διπλότυπων των διπλότυπων
    αιτιατική τους διπλότυπους τις διπλότυπες τα διπλότυπα
     κλητική διπλότυποι διπλότυπες διπλότυπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διπλότυπος < διπλός + -ο- + τύπος

Επίθετο

διπλότυπος, -η, -ο

  1. που βγαίνει / τυπώνεται σε δύο αντίγραφα
  2. (γραμματική) που αφορά (απλή ή σύνθετη) λέξη με δύο παρόμοιες μορφές, με διπλό (γραμματικά) τύπο (σπιρτόκουτο / σπιρτοκούτι, πονοκέφαλος / κεφαλόπονος, νέος / νιος)
  3. (ουσιαστικοποιημένο) διπλότυπο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.