διπλό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διπλό < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

διπλό ουδέτερο

  1. (για φιλικό παιχνίδι ή παιχνίδι προπόνησης) που παίζεται κανονικά, σε όλο το γήπεδο, σε αντίθεση με το μονό που παίζεται μόνο στο ένα μέρος
  2. το σημείο 2 στο ΠΡΟΠΟ που δείχνει (ή προβλέπει) νίκη της δεύτερης ομάδας, η οποία θεωρείται ότι παίζει εκτός έδρας
  3. (κατ’ επέκταση) νίκη της φιλοξενούμενης ομάδας

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

διπλό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.