δικαιοδόχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | δικαιοδόχος | οι | δικαιοδόχοι |
| γενική | του/της | δικαιοδόχου | των | δικαιοδόχων |
| αιτιατική | τον/τη | δικαιοδόχο | τους/τις | δικαιοδόχους |
| κλητική | δικαιοδόχε | δικαιοδόχοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δικαιοδόχος αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) που δέχεται (με αποδοχή ή κληρονομιά) τα δικαιώματα του δικαιοπαρόχου
Αναφορές
- δικαιοδόχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.