δικαιοπάροχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η δικαιοπάροχος οι δικαιοπάροχοι
      γενική του/της
του
δικαιοπαρόχου
δικαιοπάροχου
των δικαιοπαρόχων
& δικαιοπάροχων
    αιτιατική τον/τη δικαιοπάροχο τους/τις
τους
δικαιοπαρόχους
δικαιοπάροχους
     κλητική δικαιοπάροχε δικαιοπάροχοι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δικαιοπάροχος < δίκαι(ο) + -ο- + ελληνιστική κοινή πάροχος (που παρέχει)[1]

Ουσιαστικό

δικαιοπάροχος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.