διηλεκτρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διηλεκτρικός η διηλεκτρική το διηλεκτρικό
      γενική του διηλεκτρικού της διηλεκτρικής του διηλεκτρικού
    αιτιατική τον διηλεκτρικό τη διηλεκτρική το διηλεκτρικό
     κλητική διηλεκτρικέ διηλεκτρική διηλεκτρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διηλεκτρικοί οι διηλεκτρικές τα διηλεκτρικά
      γενική των διηλεκτρικών των διηλεκτρικών των διηλεκτρικών
    αιτιατική τους διηλεκτρικούς τις διηλεκτρικές τα διηλεκτρικά
     κλητική διηλεκτρικοί διηλεκτρικές διηλεκτρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διηλεκτρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: diélectrique (διά + ηλεκτρικός)

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.i.lek.tɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διηλεκτρικός

Επίθετο

διηλεκτρικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.