διευρυμένων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

διευρυμένων

  1. γενική πληθυντικού του διευρυμένος
  2. γενική πληθυντικού του διευρυμένη
  3. γενική πληθυντικού του διευρυμένο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.