διένεξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διένεξη οι διενέξεις
      γενική της διένεξης* των διενέξεων
    αιτιατική τη διένεξη τις διενέξεις
     κλητική διένεξη διενέξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διενέξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διένεξη < μεσαιωνική ελληνική διένεξις < αρχαία ελληνική διαφέρω (πρόθεση διά + αοριστικό θέμα ἐνεγκ- του φέρω)

Ουσιαστικό

διένεξη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.