ετερομεταγλωττιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ετερομεταγλωττιστής οι ετερομεταγλωττιστές
      γενική του ετερομεταγλωττιστή των ετερομεταγλωττιστών
    αιτιατική τον ετερομεταγλωττιστή τους ετερομεταγλωττιστές
     κλητική ετερομεταγλωττιστή ετερομεταγλωττιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ετερομεταγλωττιστής < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cross compiler

Ουσιαστικό

ετερομεταγλωττιστής αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.