διατομή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διατομή οι διατομές
      γενική της διατομής των διατομών
    αιτιατική τη διατομή τις διατομές
     κλητική διατομή διατομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διατομή < αρχαία ελληνική διατομή < διατέμνω < διά + τέμνω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική section), μορφολογικά αναλύεται δια- + -τομή

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.toˈmi/ & /ðʝa.toˈmi/

Ουσιαστικό

διατομή θηλυκό

  1. τομή σε κάποιο σώμα ή αντικείμενο (συνήθως διαμπερής και κάθετη προς τον νοητό κατά μήκος άξονα)
  2. διαχωρισμός, διχοτόμηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.