διαστρωμάτωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαστρωμάτωση οι διαστρωματώσεις
      γενική της διαστρωμάτωσης* των διαστρωματώσεων
    αιτιατική τη διαστρωμάτωση τις διαστρωματώσεις
     κλητική διαστρωμάτωση διαστρωματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαστρωματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαστρωμάτωση < διαστρωματώνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική stratification)

Ουσιαστικό

διαστρωμάτωση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαστρωματώνω
  2. (ειδικότερα) ο χωρισμός της κοινωνίας σε στρώματα, σε κοινωνικά τμήματα, άλλα «ανώτερα» κι άλλα «κατώτερα»

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.