στρωματοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στρωματοποίηση οι στρωματοποιήσεις
      γενική της στρωματοποίησης* των στρωματοποιήσεων
    αιτιατική τη στρωματοποίηση τις στρωματοποιήσεις
     κλητική στρωματοποίηση στρωματοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στρωματοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρωματοποίηση < στρωματοποιώ + -ση

Ουσιαστικό

στρωματοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.