διαστρωματωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαστρωματωμένος η διαστρωματωμένη το διαστρωματωμένο
      γενική του διαστρωματωμένου της διαστρωματωμένης του διαστρωματωμένου
    αιτιατική τον διαστρωματωμένο τη διαστρωματωμένη το διαστρωματωμένο
     κλητική διαστρωματωμένε διαστρωματωμένη διαστρωματωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαστρωματωμένοι οι διαστρωματωμένες τα διαστρωματωμένα
      γενική των διαστρωματωμένων των διαστρωματωμένων των διαστρωματωμένων
    αιτιατική τους διαστρωματωμένους τις διαστρωματωμένες τα διαστρωματωμένα
     κλητική διαστρωματωμένοι διαστρωματωμένες διαστρωματωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαστρωματωμένος (νεολογισμός) < διαστρωμάτω(ση) + -μένος ή μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διαστρωματώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.stɾo.ma.toˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαστρωματωμένος

Μετοχή

διαστρωματωμένος, -η, -ο

  1. που έχει χωριστεί σε διαστρωματώσεις
  2. που αποτελείται από στρώματα

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.