διαστρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαστρικός | η | διαστρική | το | διαστρικό |
| γενική | του | διαστρικού | της | διαστρικής | του | διαστρικού |
| αιτιατική | τον | διαστρικό | τη | διαστρική | το | διαστρικό |
| κλητική | διαστρικέ | διαστρική | διαστρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαστρικοί | οι | διαστρικές | τα | διαστρικά |
| γενική | των | διαστρικών | των | διαστρικών | των | διαστρικών |
| αιτιατική | τους | διαστρικούς | τις | διαστρικές | τα | διαστρικά |
| κλητική | διαστρικοί | διαστρικές | διαστρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαστρικός < δια- + αστρικός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interstellar
Μεταφράσεις
διαστρικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.