διαγαλαξιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαγαλαξιακός η διαγαλαξιακή το διαγαλαξιακό
      γενική του διαγαλαξιακού της διαγαλαξιακής του διαγαλαξιακού
    αιτιατική τον διαγαλαξιακό τη διαγαλαξιακή το διαγαλαξιακό
     κλητική διαγαλαξιακέ διαγαλαξιακή διαγαλαξιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαγαλαξιακοί οι διαγαλαξιακές τα διαγαλαξιακά
      γενική των διαγαλαξιακών των διαγαλαξιακών των διαγαλαξιακών
    αιτιατική τους διαγαλαξιακούς τις διαγαλαξιακές τα διαγαλαξιακά
     κλητική διαγαλαξιακοί διαγαλαξιακές διαγαλαξιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαγαλαξιακός < δια- + γαλαξιακός

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.ɣa.la.ksi.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαγαλαξιακός

Επίθετο

διαγαλαξιακός, -ή, -ό

  • (νεολογισμός, αστρονομία) που συμβαίνει ή βρίσκεται ανάμεσα σε δυο ή περισσότερους γαλαξίες
      Ο διαγαλαξιακός κομήτης 2Ι/Μπορίσοφ που επισκέπτεται το ηλιακό μας σύστημα είναι ένα ουράνιο σώμα που όμοιό του η ανθρωπότητα δεν έχει ξαναδεί, όπως επιβεβαιώνουν οι επιστήμονες, περιέργως, όμως μοιάζει με κάτι πολύ οικείο. (Χρήστος Θ. Παναγόπουλος, «Περιέργως οικείος»: Ένας… εξωγήινος κομήτης στο ηλιακό μας σύστημα, CNN Greece, 16 Οκτωβρίου 2019)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.