διαπλανητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαπλανητικός | η | διαπλανητική | το | διαπλανητικό |
| γενική | του | διαπλανητικού | της | διαπλανητικής | του | διαπλανητικού |
| αιτιατική | τον | διαπλανητικό | τη | διαπλανητική | το | διαπλανητικό |
| κλητική | διαπλανητικέ | διαπλανητική | διαπλανητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαπλανητικοί | οι | διαπλανητικές | τα | διαπλανητικά |
| γενική | των | διαπλανητικών | των | διαπλανητικών | των | διαπλανητικών |
| αιτιατική | τους | διαπλανητικούς | τις | διαπλανητικές | τα | διαπλανητικά |
| κλητική | διαπλανητικοί | διαπλανητικές | διαπλανητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαπλανητικός < πρόθημα δια- + επίθετο πλανητικός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική interplanétaire
Επίθετο
διαπλανητικός, -ή, -ό
- που βρίσκεται μεταξύ πλανητών
- διαπλανητικός χώρος
- που αφορά δύο ή περισσότερους πλανήτες
- διαπλανητικό δίκτυο
- διαπλανητική επικοινωνία
Μεταφράσεις
διαπλανητικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.