διεσταλμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διεσταλμένος | η | διεσταλμένη | το | διεσταλμένο |
| γενική | του | διεσταλμένου | της | διεσταλμένης | του | διεσταλμένου |
| αιτιατική | τον | διεσταλμένο | τη | διεσταλμένη | το | διεσταλμένο |
| κλητική | διεσταλμένε | διεσταλμένη | διεσταλμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διεσταλμένοι | οι | διεσταλμένες | τα | διεσταλμένα |
| γενική | των | διεσταλμένων | των | διεσταλμένων | των | διεσταλμένων |
| αιτιατική | τους | διεσταλμένους | τις | διεσταλμένες | τα | διεσταλμένα |
| κλητική | διεσταλμένοι | διεσταλμένες | διεσταλμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Μετοχή
διεσταλμένος και διασταλμένος
- αυτός που έχει διασταλεί
- έχει διεσταλμένες κόρες, είπε ο γιατρός κατηφής κοιτάζοντας τα μάτια του ασθενούς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.