διαξιφισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαξιφισμός οι διαξιφισμοί
      γενική του διαξιφισμού των διαξιφισμών
    αιτιατική τον διαξιφισμό τους διαξιφισμούς
     κλητική διαξιφισμέ διαξιφισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαξιφισμός < διά + ξίφος

Ουσιαστικό

διαξιφισμός αρσενικό

  1. η ξιφομαχία, η ανταλλαγή χτυπημάτων με ξίφος
  2. (μεταφορικά) η ανταλλαγή επικριτικών υπαινιγμών, δηκτικών λόγων
    "στο δικαστήριο ο κατηγορούμενος κι ο κατήγορος αντάλλαξαν μεταξύ τους πολλούς διαξιφισμούς"

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.