διαξιφισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διαξιφισμός | οι | διαξιφισμοί |
| γενική | του | διαξιφισμού | των | διαξιφισμών |
| αιτιατική | τον | διαξιφισμό | τους | διαξιφισμούς |
| κλητική | διαξιφισμέ | διαξιφισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
διαξιφισμός αρσενικό
- η ξιφομαχία, η ανταλλαγή χτυπημάτων με ξίφος
- (μεταφορικά) η ανταλλαγή επικριτικών υπαινιγμών, δηκτικών λόγων
- "στο δικαστήριο ο κατηγορούμενος κι ο κατήγορος αντάλλαξαν μεταξύ τους πολλούς διαξιφισμούς"
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
διαξιφισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.