συμπόρευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπόρευση οι συμπορεύσεις
      γενική της συμπόρευσης* των συμπορεύσεων
    αιτιατική τη συμπόρευση τις συμπορεύσεις
     κλητική συμπόρευση συμπορεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπορεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμπόρευση < συν + πορεύομαι

Ουσιαστικό

συμπόρευση θηλυκό

  • η αρμονική συμβίωση με κάποιον συνανθρωπο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.