διανθής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διανθής η διανθής το διανθές
      γενική του διανθούς* της διανθούς του διανθούς
    αιτιατική τον διανθή τη διανθή το διανθές
     κλητική διανθή(ς) διανθής διανθές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διανθείς οι διανθείς τα διανθή
      γενική των διανθών των διανθών των διανθών
    αιτιατική τους διανθείς τις διανθείς τα διανθή
     κλητική διανθείς διανθείς διανθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διανθής < ελληνιστική κοινή διανθής < αρχαία ελληνική δι- + ἄνθος

Επίθετο

διανθής, -ής, -ές

  1. (βοτανική) που έχει διπλά άνθη
  2. (βοτανική) που ανθίζει δύο φορές σε ένα έτος
  3. που είναι στολισμένος με άνθη
     συνώνυμα: ανθοποίκιλτος, ανθοστόλιστος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.