διανθής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διανθής | η | διανθής | το | διανθές |
| γενική | του | διανθούς* | της | διανθούς | του | διανθούς |
| αιτιατική | τον | διανθή | τη | διανθή | το | διανθές |
| κλητική | διανθή(ς) | διανθής | διανθές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διανθείς | οι | διανθείς | τα | διανθή |
| γενική | των | διανθών | των | διανθών | των | διανθών |
| αιτιατική | τους | διανθείς | τις | διανθείς | τα | διανθή |
| κλητική | διανθείς | διανθείς | διανθή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διανθής < ελληνιστική κοινή διανθής < αρχαία ελληνική δι- + ἄνθος
Επίθετο
διανθής, -ής, -ές
Μεταφράσεις
διανθής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.