ανθοποίκιλτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανθοποίκιλτος η ανθοποίκιλτη το ανθοποίκιλτο
      γενική του ανθοποίκιλτου της ανθοποίκιλτης του ανθοποίκιλτου
    αιτιατική τον ανθοποίκιλτο την ανθοποίκιλτη το ανθοποίκιλτο
     κλητική ανθοποίκιλτε ανθοποίκιλτη ανθοποίκιλτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθοποίκιλτοι οι ανθοποίκιλτες τα ανθοποίκιλτα
      γενική των ανθοποίκιλτων των ανθοποίκιλτων των ανθοποίκιλτων
    αιτιατική τους ανθοποίκιλτους τις ανθοποίκιλτες τα ανθοποίκιλτα
     κλητική ανθοποίκιλτοι ανθοποίκιλτες ανθοποίκιλτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανθοποίκιλτος < άνθος + -ο- + ποικίλλω + -τος

Επίθετο

ανθοποίκιλτος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.