αρχικοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχικοποίηση οι αρχικοποιήσεις
      γενική της αρχικοποίησης* των αρχικοποιήσεων
    αιτιατική την αρχικοποίηση τις αρχικοποιήσεις
     κλητική αρχικοποίηση αρχικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αρχικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχικοποίηση < αρχικοποιώ = αρχικός + -ποιώ

Ουσιαστικό

αρχικοποίηση θηλυκό

  • προετοιμασία, εκκίνηση ή απόδοση αρχικών τιμών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.