διαμορφώτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαμορφώτρια οι διαμορφώτριες
      γενική της διαμορφώτριας των διαμορφωτριών
    αιτιατική τη διαμορφώτρια τις διαμορφώτριες
     κλητική διαμορφώτρια διαμορφώτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαμορφώτρια < διαμορφωτής + -τρια

Ουσιαστικό

διαμορφώτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.