αναδιαμορφώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναδιαμορφώνω < ανα- + διαμορφώνω
Συγγενικά
- αναδιαμόρφωση
- αναδιαμορφωτικά
- αναδιαμορφωτικός
- → δείτε τις λέξεις ανά, διαμορφώνω, μορφώνω και μορφή
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναδιαμορφώνω | αναδιαμόρφωνα | θα αναδιαμορφώνω | να αναδιαμορφώνω | αναδιαμορφώνοντας | |
| β' ενικ. | αναδιαμορφώνεις | αναδιαμόρφωνες | θα αναδιαμορφώνεις | να αναδιαμορφώνεις | αναδιαμόρφωνε | |
| γ' ενικ. | αναδιαμορφώνει | αναδιαμόρφωνε | θα αναδιαμορφώνει | να αναδιαμορφώνει | ||
| α' πληθ. | αναδιαμορφώνουμε | αναδιαμορφώναμε | θα αναδιαμορφώνουμε | να αναδιαμορφώνουμε | ||
| β' πληθ. | αναδιαμορφώνετε | αναδιαμορφώνατε | θα αναδιαμορφώνετε | να αναδιαμορφώνετε | αναδιαμορφώνετε | |
| γ' πληθ. | αναδιαμορφώνουν(ε) | αναδιαμόρφωναν αναδιαμορφώναν(ε) |
θα αναδιαμορφώνουν(ε) | να αναδιαμορφώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναδιαμόρφωσα | θα αναδιαμορφώσω | να αναδιαμορφώσω | αναδιαμορφώσει | ||
| β' ενικ. | αναδιαμόρφωσες | θα αναδιαμορφώσεις | να αναδιαμορφώσεις | αναδιαμόρφωσε | ||
| γ' ενικ. | αναδιαμόρφωσε | θα αναδιαμορφώσει | να αναδιαμορφώσει | |||
| α' πληθ. | αναδιαμορφώσαμε | θα αναδιαμορφώσουμε | να αναδιαμορφώσουμε | |||
| β' πληθ. | αναδιαμορφώσατε | θα αναδιαμορφώσετε | να αναδιαμορφώσετε | αναδιαμορφώστε | ||
| γ' πληθ. | αναδιαμόρφωσαν αναδιαμορφώσαν(ε) |
θα αναδιαμορφώσουν(ε) | να αναδιαμορφώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναδιαμορφώσει | είχα αναδιαμορφώσει | θα έχω αναδιαμορφώσει | να έχω αναδιαμορφώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναδιαμορφώσει | είχες αναδιαμορφώσει | θα έχεις αναδιαμορφώσει | να έχεις αναδιαμορφώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αναδιαμορφώσει | είχε αναδιαμορφώσει | θα έχει αναδιαμορφώσει | να έχει αναδιαμορφώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναδιαμορφώσει | είχαμε αναδιαμορφώσει | θα έχουμε αναδιαμορφώσει | να έχουμε αναδιαμορφώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναδιαμορφώσει | είχατε αναδιαμορφώσει | θα έχετε αναδιαμορφώσει | να έχετε αναδιαμορφώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναδιαμορφώσει | είχαν αναδιαμορφώσει | θα έχουν αναδιαμορφώσει | να έχουν αναδιαμορφώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.