αδιαμόρφωτα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αδιαμόρφωτα < αδιαμόρφωτ(ος) + -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ði̯aˈmoɾ.fo.ta/ & /a.ðʝaˈmoɾ.fo.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐α‐μόρ‐φω‐τα
Μεταφράσεις
αδιαμόρφωτα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αδιαμόρφωτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αδιαμόρφωτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.