conflit
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- conflit < δημώδης λατινική conflictus (χτύπημα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɔ̃.fli/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| conflit | conflits |
conflit (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) ο αγώνας, η πάλη
- ο ανταγωνισμός, η διαμάχη, η σύγκρουση
- η συμπλοκή, η σύρραξη
- η σύγκρουση
- η κόντρα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.