select

Αγγλικά (en)

Επίθετο

select (en)

Ρήμα

select (en)

Ουσιαστικό

select (en)

  1. (βάσεις δεδομένων) έχει δύο χρήσεις. Η μία είναι θεωρητική στο σχεσιακό μοντέλο και η δεύτερη η υλοποίησή της στον προγραμματισμό:
    1. (για σχεσιακό μοντέλο) επιλογή, τελεστής της σχεσιακής άλγεβρας[1]
    2. (για σχεσιακές βάσεις δεδομένων) η εντολή "SELECT" της γλώσσας προγραμματισμού SQL, που επιστρέφει έναν πίνακα από έναν ή περισσότερους άλλους πίνακες.
      δείτε επίσης: select (SQL) στην αγγλική Βικιπαίδεια
    συγγενικά: project, rename operator

  • select στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 60, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.