διαλέγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαλέγω < αρχαία ελληνική διαλέγω < διά + λέγω (τακτοποιώ)

Ρήμα

διαλέγω

  1. επιλέγω με βάση ένα κριτήριο
  2. απομακρύνω από ένα σύνολο τα άχρηστα, ξεδιαλέγω, ξεσκαρτάρω

Συγγενικά

(Α΄ομάδα) 1ος βαθμός συγγενείας

(Β΄ομάδα) ευρύτερη συγγενεία

Σημείωση: Εξαιτίας της διπλής σημασίας του αρχαίου λέγω (ομιλώ και τακτοποιώ-διευθετώ) τα σημερινά ομόρριζα του διαλέγω εμφανίζονται να ανήκουν σε δύο διαφορετικές ομάδες σημασιών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.