διαλέγω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαλέγω < αρχαία ελληνική διαλέγω < διά + λέγω (τακτοποιώ)
Ρήμα
διαλέγω
- επιλέγω με βάση ένα κριτήριο
- απομακρύνω από ένα σύνολο τα άχρηστα, ξεδιαλέγω, ξεσκαρτάρω
Συγγενικά
|
(Α΄ομάδα) 1ος βαθμός συγγενείας |
(Β΄ομάδα) ευρύτερη συγγενεία |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.