διακορευτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διακορευτής οι διακορευτές
      γενική του διακορευτή των διακορευτών
    αιτιατική τον διακορευτή τους διακορευτές
     κλητική διακορευτή διακορευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διακορευτής < διακορεύω + -τής

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.ko.ɾeˈftis/

Ουσιαστικό

διακορευτής αρσενικό

  1. αυτός που προκαλεί τη ρήξη του παρθενικού υμένα.
     συνώνυμα: διαφθορέας, ξεπαρθενευτής
  2. (καταχρηστικά) εργαλείο που δημιουργεί δύο κυκλικές οπές σε φύλλα χαρτιού, ώστε αυτά να τοποθετηθούν σε φάκελο με έλασμα
     συνώνυμα: περφορατέρ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.