ξεπαρθενευτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ξεπαρθενευτής | οι | ξεπαρθενευτές |
| γενική | του | ξεπαρθενευτή | των | ξεπαρθενευτών |
| αιτιατική | τον | ξεπαρθενευτή | τους | ξεπαρθενευτές |
| κλητική | ξεπαρθενευτή | ξεπαρθενευτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεπαρθενευτής < ξεπαρθενεύω
Μεταφράσεις
ξεπαρθενευτής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.