διακινητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διακινητής οι διακινητές
      γενική του διακινητή των διακινητών
    αιτιατική τον διακινητή τους διακινητές
     κλητική διακινητή διακινητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διακινητής < διακινώ, διακινη- + -τής

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.ci.niˈtis/ & /ðʝa.ci.niˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διακινητής

Ουσιαστικό

διακινητής αρσενικό (θηλυκό διακινήτρια)

  1. (επάγγελμα) αυτός που διακινεί εμπορεύματα
  2. αυτός που διακινεί (παράνομα) ανθρώπους (διαμέσου συνόρων)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.