μικροδιακινητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μικροδιακινητής οι μικροδιακινητές
      γενική του μικροδιακινητή των μικροδιακινητών
    αιτιατική τον μικροδιακινητή τους μικροδιακινητές
     κλητική μικροδιακινητή μικροδιακινητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικροδιακινητής < μικρο- + διακινητής

Ουσιαστικό

μικροδιακινητής αρσενικό

  • αυτός που διακινεί μικρές ποσότητες από κάτι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.