διακινητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διακινητικός | η | διακινητική | το | διακινητικό |
| γενική | του | διακινητικού | της | διακινητικής | του | διακινητικού |
| αιτιατική | τον | διακινητικό | τη | διακινητική | το | διακινητικό |
| κλητική | διακινητικέ | διακινητική | διακινητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διακινητικοί | οι | διακινητικές | τα | διακινητικά |
| γενική | των | διακινητικών | των | διακινητικών | των | διακινητικών |
| αιτιατική | τους | διακινητικούς | τις | διακινητικές | τα | διακινητικά |
| κλητική | διακινητικοί | διακινητικές | διακινητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
διακινητικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.