διακινητός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακινητός η διακινητή το διακινητό
      γενική του διακινητού της διακινητής του διακινητού
    αιτιατική τον διακινητό τη διακινητή το διακινητό
     κλητική διακινητέ διακινητή διακινητό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακινητοί οι διακινητές τα διακινητά
      γενική των διακινητών των διακινητών των διακινητών
    αιτιατική τους διακινητούς τις διακινητές τα διακινητά
     κλητική διακινητοί διακινητές διακινητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διακινητός < διακινώ + -τός

Επίθετο

διακινητός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.