διαγώνισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διαγώνισμα | τα | διαγωνίσματα |
| γενική | του | διαγωνίσματος | των | διαγωνισμάτων |
| αιτιατική | το | διαγώνισμα | τα | διαγωνίσματα |
| κλητική | διαγώνισμα | διαγωνίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαγώνισμα < διαγωνίζομαι + -μα < αρχαία ελληνική διαγωνίζομαι < διά + ἀγωνίζομαι < ἀγών < ἄγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eǵ- (ἄγω)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.