διαγωνίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαγωνίζομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαγωνίζομαι (αγωνίζομαι εναντίον) < διά + ἀγωνίζομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.ɣoˈni.zo.me/ & /ðʝa.ɣoˈni.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαγωνίζομαι

Ρήμα

διαγωνίζομαι, π.αόρ.: διαγωνίστηκα (αποθετικό ρήμα)

  1. διεκδικώ υπεροχή (νίκη, βραβείο), περνώ μια δοκιμασία για να πετύχω κάτι, συμμετέχω σε διαγωνισμό
  2. δίνω εξετάσεις για προβιβασμό ή διορισμό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.