τεστ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τεστ < (άμεσο δάνειο) αγγλική test < παλαιά γαλλικά test < λατινική testum < testa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teḱs (είμαι ξυλουργός)

Ουσιαστικό

τεστ ουδέτερο άκλιτο

  1. δοκιμασία, έλεγχος, εξέταση π.χ. της αξιοπιστίας μιας μηχανής ή της λειτουργικότητας ενός συστήματος
  2. (εκπαίδευση) ολιγόλεπτη γραπτή εξέταση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.