διαγουμισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαγουμισμένος η διαγουμισμένη το διαγουμισμένο
      γενική του διαγουμισμένου της διαγουμισμένης του διαγουμισμένου
    αιτιατική τον διαγουμισμένο τη διαγουμισμένη το διαγουμισμένο
     κλητική διαγουμισμένε διαγουμισμένη διαγουμισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαγουμισμένοι οι διαγουμισμένες τα διαγουμισμένα
      γενική των διαγουμισμένων των διαγουμισμένων των διαγουμισμένων
    αιτιατική τους διαγουμισμένους τις διαγουμισμένες τα διαγουμισμένα
     κλητική διαγουμισμένοι διαγουμισμένες διαγουμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /ðʝa.ɣu.miˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαγουμισμένος

Μετοχή

διαγουμισμένος, -η, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.