διαγουμίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαγουμίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική διαγουμίζω < διαγουμάς < τουρκική yağma (διαρπαγή) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ðʝa.ɣuˈmi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαγουμίζω

Ρήμα

διαγουμίζω, αόρ.: διαγούμισα, παθ.φωνή: διαγουμίζομαι, π.αόρ.: διαγουμίστηκα, μτχ.π.π.: διαγουμισμένος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

διαγουμίζω < διαγουμάς < τουρκική yağma (διαρπαγή) [1][2]

Ρήμα

διαγουμίζω

Συγγενικά

Αναφορές

  1. διαγουμίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.