διαρροϊκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαρροϊκός | η | διαρροϊκή | το | διαρροϊκό |
| γενική | του | διαρροϊκού | της | διαρροϊκής | του | διαρροϊκού |
| αιτιατική | τον | διαρροϊκό | τη | διαρροϊκή | το | διαρροϊκό |
| κλητική | διαρροϊκέ | διαρροϊκή | διαρροϊκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαρροϊκοί | οι | διαρροϊκές | τα | διαρροϊκά |
| γενική | των | διαρροϊκών | των | διαρροϊκών | των | διαρροϊκών |
| αιτιατική | τους | διαρροϊκούς | τις | διαρροϊκές | τα | διαρροϊκά |
| κλητική | διαρροϊκοί | διαρροϊκές | διαρροϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαρροϊκός < ελληνιστική κοινή διαρροϊκός < αρχαία ελληνική διάρροια < διαρρέω < διά + ῥέω
Μεταφράσεις
διαρροϊκός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.