δηλητηριάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δηλητηριάζομαι < μέση φωνή του δηλητηριάζω < αρχαία ελληνική δηλέομαι
Ρήμα
δηλητηριάζομαι, πρτ.: δηλητηριαζόμουν, στ.μέλλ.: θα δηλητηριαστώ, αόρ.: δηλητηριάστηκα, μτχ.π.π.: δηλητηριασμένος
- με δηλητηριάζουν
- παθαίνω δηλητηρίαση από τροφή ή τοξική ουσία
- γεμίζω με δηλητηριώδεις τοξικές ουσίες, γίνομαι επικίνδυνος για τη ζωή
- η ατμόσφαιρα δηλητηριάζεται καθημερινά από τα καυσαέρια των αυτοκινήτων
- (μεταφορικά) γεμίζω από μίσος ή άλλα αρνητικά συναισθήματα
- η σχέση τους δηλητηριάστηκε από την αμοιβαία καχυποψία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.