δηλητηριάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δηλητηριάζω < δηλητήριον < δήλησις (όλεθρος) < δηλεόμαι
Ρήμα
δηλητηριάζω
- προσθέτω δηλητήριο (τοξική ουσία) σε κάτι
- δηλητηρίασαν το κρασί του με σκοπό να τον εξοντώσουν
- δίνω ή εισάγω σε ζωντανό οργανισμό βλαπτικές, τοξικές ουσίες, σκόπιμα ή από αμέλεια, με αποτέλεσμα να βλάψω σοβαρά την υγεία του ή να τον σκοτώσω
- Οι υπολογιστές της Δύσης δηλητηριάζουν τα παιδιά της Αφρικής (TV Χωρίς Σύνορα, 7 Δεκεμβρίου 2009)
- (μεταφορικά) κάτι ή κάποιος με την παρουσία του ή τις πράξεις του, εισάγει σε μια κατάσταση στοιχείο που την αλλάζει προς το χειρότερο, ώστε οι επιθυμητές εξελίξεις πιθανόν να μην είναι πια εφικτές
- οι πελατειακές σχέσεις δηλητηριάζουν την πολιτική ζωή του τόπου
- ο ρατσισμός δηλητηριάζει τις ψυχές όλων μας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.