δενδρολίβανον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | δενδρολίβανον | τὰ | δενδρολίβανᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | δενδρολιβάνου | τῶν | δενδρολιβάνων | ||||
| δοτική | τῷ | δενδρολιβάνῳ | τοῖς | δενδρολιβάνοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | δενδρολίβανον | τὰ | δενδρολίβανᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | δενδρολίβανον | δενδρολίβανᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δενδρολιβάνω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | δενδρολιβάνοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.